- ὑψηλοτάτης
- ὑψηλόςhighfem gen superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
Θαντ Σίθου, Ου — (U Thant Sithu, Παντανάβ 1909 – Νέα Υόρκη 1974). Βιρμανός πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρανγκούν. Αργότερα, δίδαξε σε λύκειο, έγινε διευθυντής της βιρμανικής ραδιοφωνίας (1948), υπουργός Πληροφοριών (1949 57) και μόνιμος… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
Ντέιβισον, Κλίντον Τζόζεφ — (Clinton Josef Davisson, Μπλούμινγκτον, Ιλινόις 1881 – Τσάρλοτσβιλ, Βιρτζίνια 1958). Αμερικανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον ανέπτυξε τη δραστηριότητά του κυρίως στα εργαστήρια της Bell Telephone της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
Ντον, Τζον — (John Donne, Λονδίνο ;1572 – 1631). Άγγλος ποιητής. Από καθολική οικογένεια, ανατράφηκε ως καθολικός, σε μια περίοδο κατά την οποία οι μη αγγλικανοί θεωρούνταν ύποπτοι· το γεγονός ότι ανήκε σε μια θρησκευτική μειονότητα εμπόδισε και –κατά ένα… … Dictionary of Greek
πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… … Dictionary of Greek